Ναυμαχία του Ναυαρίνου
Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο (επίσης Ναβαρίνο) έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης (1821-1832) στον κόλπο Ναυαρίνο, στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Πελοποννήσου στο Ιόνιο Πέλαγος.
Ο κεντρικός παράγοντας που καθόρισε την επέμβαση των τριών ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων στην ελληνική σύγκρουση ήταν οι φιλοδοξίες της Ρωσίας να επεκταθεί στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η συναισθηματική υποστήριξή της για τους συντρόφους-ορθόδοξους χριστιανούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας το 1821. Αφού οι προθέσεις της Ρωσίας θεωρήθηκαν σημαντική γεωστρατηγική απειλή από τις άλλες δυνάμεις, και ειδικά από τη Μεγάλη Βρετανία, η βρετανική και αυστριακή διπλωματία στόχευαν στην παρεμπόδιση της ρωσικής επέμβασης, με την ελπίδα ότι η οθωμανική κυβέρνηση θα πετύχαινε την καταστολή της εξέγερσης. Αλλά το 1825, η ενθρόνιση του τσάρου Νικόλαου B' στο ρωσικό θρόνο, σημάδεψε την υιοθέτηση μιας επιθετικότερης "ελληνικής" πολιτικής, υποχρέωσε τη Μεγάλη Βρετανία να επέμβει, με το φόβο ότι μια ασυγκράτητη Ρωσία θα αποσυνέθετε ολοκληρωτικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαλλία ένωσε τις άλλες δύο δυνάμεις προκειμένου να αποκατασταθεί ο ηγετικός ρόλος της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις μετά από την ήττα της στους Ναπολεόντειους πολέμους. Οι κυβερνήσεις και των τριών δυνάμεων δέχονταν επίσης υπό την έντονη πίεση της εγχώριας κοινής γνώμη τους ώστε να ενισχυθούν οι Έλληνες, ειδικά μετά από την εισβολή της Πελοποννήσου, το 1825, από τον υποτελή στους Οθωμανούς Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου και τις αγριότητες του στρατού του σε βάρος του γηγενούς πληθυσμού.
Οι δυνάμεις συμφώνησαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1827), περί τα τέλη Ιουνίου, να αναγκάσουν την οθωμανική κυβέρνηση να παραχωρήσει αυτονομία στους Έλληνες και απέστειλαν ναυτικές μοίρες στην ανατολική Μεσόγειο για να επιβάλουν την πολιτική τους. Η Ελληνική πλευρά με πράξη της 21 Ιουνίου (παλαιό ημερολόγιο) δέχθηκε αμέσως την συμφωνία αλλά ο Ιμπραήμ, που στο μεταξύ ήλεγχε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, ζήτησε προθεσμία έως ότου λάβει εντολές από την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι ο στόλος του δεν θα εξέλθη από την Πύλο πριν έλθουν οι διαταγές που περιμένει.
Την 6η Σεπτεμβρίου συνέβη ναυτικό επεισόδιο μεταξύ βρετανικών και τουρκοαιγυπτιακών πλοίων στα παράλια της Δωρίδας, όπου τα πλοία "Άστιγξ" και "Καρτερία" κατέστρεψαν 6 μικρά τουρκικά σκάφη και ένα αλγερινό. Μετά από αυτό, την 19 Σεπτεμβρίου, σημαντική μοίρα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου παραβίασε την υπόσχεση και απέπλευσε από την Πύλο για να τιμωρήσει τα βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Κόδριγκτον ορμώμενος από τη Ζάκυνθο με δύο μόνο πλοία ανάγκασε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα να επιστρέψει στο λιμάνι αλλά ο Ιμπραήμ έστειλε στρατό στην ξηρά όπου προέβη σε καταστροφές των καλλιεργειών ως αντίποινα. Ο Χάμιλτον δήλωσε ότι "αν αφήσουμε τον Ιμπραήμ να παραμείνει στην Ελλάδα, το ένα τρίτο των κατοίκων θα λιμοκτονήσει". Οι τρεις επικεφαλής, αντιναύρχος Κόδριγκτον, υποναύαρχος Δεριγνύ και υποναύαρχος Χέιδεν έκριναν ότι δεν πρέπει να παραμείνουν θεατές των βιαιοπραγιών των Οθωμανών. Προηγουμένως ο Στράτφορντ Κάνιγκ είχε δώσει στον Κόδριγκτον την δική του ερμηνεία της Συνθήκης του Λονδίνου: "Αν δεν εισακουσθεί ο λόγος σας, μεταχειριστείτε τα πυροβόλα".
Μετά από αυτό οι ναύαρχοι συμφώνησαν ότι ο Ιμπραήμ παραβιάζει τις συμφωνίες και απαίτησαν από αυτόν να αποπλεύσουν τα πλοία του προς Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη αλλιώς θα του επιτεθούν. Ο συμμαχικός στόλος εισήλθε στην Πύλο την 8 Οκτωβρίου και άρχισε να παίρνει θέσεις μάχης. Μια βρετανική λέμβος με σημαία κήρυκος προσέγγισε ένα αιγυπτιακό πυρπολικό με σκοπό να του ζητήσει να απομακρυνθεί. Οι Αιγύπτιοι πυροβόλησαν πρώτοι και σκότωσαν αξιωματικό που επέβαινε στην λέμβο. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι ναυτικοί μέσα στην λέμβο. Παρόμοιο επεισόδιο έγινε και σε άλλο σημείο. Ο Κόδριγκτον έστειλε τον Έλληνα πρωρέα Μιχαήλ να ζητήσει από τον Αιγύπτιο ναύαρχο να παραμείνει ουδέτερος. Αφού ο Μιχαήλ παρέδωσε το μήνυμα, ενώ επέστρεφε στη λέμβο δέχθηκε εν ψυχρώ πυροβολισμό από Τούρκο ναυτικό, ο οποίος διέκρινε ότι ο απεσταλμένος του Άγγλου ναυάρχου ήταν Έλληνας. Ο Δεριγνύ από την πλευρά του ζήτησε επίσης από την πλησίον του Αιγυπτιακή φρεγάτα να μην ανοίξει πυρ. Ωστόσο, η ένταση δεν ήταν δυνατόν πλέον να ελεγχθεί. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, κρίνοντας ότι έχει υπεροχή άνοιξε πυρ κατά συμμαχικών πλοίων και η ναυμαχία άρχισε σε όλη τη διάταξη των πλοίων. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά και ταυτόχρονα υποστηριζόταν από πυροβόλα των γύρω φρουρίων.
Σε κρίσιμη στιγμή της ναυμαχίας μπήκε στο λιμάνι ο Ρωσικός στόλος από οκτώ πλοία. Λεπτομερείς περιγραφές της μάχης αναφέρουν ότι τα πλοία ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε εμπλέκονταν τα ξάρτια τους οι δε ναύτες έβαλαν ακόμα και με πιστόλια. Μέχρι ώρα 5 το απόγευμα τα πλείστα των τουρκοαιγυπτιακών πλοίων είχαν καταστραφεί ή παραδοθεί. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν σε 6.000 ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν περίπου 1.000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654 άνδρες εκ των οποίων 272 Βρετανοί, 184 Γάλλοι και 198 Ρώσοι. Ο Δεριγνύ ανέφερε ότι "στην ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου".
Την επομένη ημέρα οι σύμμαχοι απαίτησαν από τον Ιμπραήμ, που στο μεταξύ είχε καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας, να υψώσει λευκή σημαία σε όλα τα φρούρια με την απειλή ότι αν ριχτεί έστω και ένας πυροβολισμός θα θεωρηθεί ως κήρυξη πολέμου. Οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν και υπεγράφη ανακωχή πάνω στην ναυαρχίδα του Κόδριγκτον.