Το φαινομενικά αθώο και όμορφο κογχύλι της εικόνας είναι ένα από τα ποιο δηλητηριώδη πλάσματα σε όλο τον πλανήτη. Το κογχύλι αυτό ανήκει στην οικογένεια των κόνων των εμβολιστών. Το κογχύλι αυτό τρέφεται με μικρα ψάρια και ασπόνδυλα , τα οποία εμβολίζει με το κεντρί του και εκχέωντας μέσα τους μία ισχύρη νευροτοξίνη , η οποία τα παραλύει εντελώς και τα σκοτώνει. Ζεί στην Αυστραλία και κάθε χρόνο χιλιάδες ανθρώποι πέφτουν θύματα αυτού τού πολύ γλύκού ζώου.
Πέμπτη 15 Μαΐου 2014
Σάββατο 22 Μαρτίου 2014
Βαρκάδα στις γαλάζιες σπηλιές
Αναμφίβολα
ένα από τα πιο εντυπωσιακά αξιοθέατα της Ζακύνθου είναι οι γαλάζιες
σπηλιές. Ένα θαυμάσιο φυσικό τοπίο, ιδιαίτερα το πρωί, καθώς οι ακτίνες
του ήλιου δίνουν στο νερό έντονο γαλάζιο χρώμα, το οποίο αντανακλά στους
τοίχους των σπηλιών- από αυτό το φαινόμενο εξάλλου παίρνουν και το
όνομα τους.
Οι γαλάζιες σπηλιές βρίσκονται
στην περιοχή Άσπρος Βράχος νότια από το ακρωτήρι Σκινάρι, το πιο βόρειο
άκρο του νησιού, σε απόσταση 35 χιλιομέτρων από την πόλη της Ζακύνθου.
Το βαθύ μπλε χρώμα του νερού, τα παιχνίδια που κάνουν οι ακτίνες του ήλιου αλλά και τα αναρίθμητα μοβ και πορτοκαλί κοράλλια, συνθέτουν ένα σκηνικό πραγματικά εντυπωσιακό.
Αποτελούνται από διαδοχικούς θαλάμους που καταλήγουν στην Μεγάλη και τη Μικρή Σπηλιά. Η μεγαλύτερη από τις σπηλιές είναι το λεγόμενο Κυανούν Σπήλαιο.
Όσοι
τολμήσουν να βουτήξουν στα κρύα μπλε νερά θα ζήσουν μια αξέχαστη
εμπειρία. Μην απορήσετε αν ακόμα και το σώμα σας φαίνεται να είναι
γαλάζιο-μπλε!
Ξενάγηση
στις σπηλιές γίνεται και από τα καραβάκια που ξεκινούν από κοντινές
παραλίες όπως των Αλυκών ή κάνουν το γύρο του νησιού όπου ξεκινούν από
το λιμάνι της πόλης. Τα μεγαλύτερα πλοιάρια περνούν απλά απέξω από τις
σπηλιές και σίγουρα δεν θα καταλάβετε και πολλά.
Για την
απόλυτη εμπειρία μπείτε σε μια από τις μικρότερες βάρκες,που μπαίνουν
μέσα στα διάφορα διαμερίσματα του σπηλαίου για να δείτε τους
χρωματισμούς και τους σταλακτίτες που κρέμονται από τις κορυφές των
βράχων. Οι σπηλιές απέχουν 10 λεπτά με τα ναυλωμένα βαρκάκια που
ξεκινούν από το λιμανάκι του Αγίου Νικολάου.
tips
* Καλύτερα να πάτε νωρίς το πρωί, οι χρωματισμοί του νερού απίθανοι!
* Μελετήστε προσεκτικά τι προσφέρει η κάθε εκδρομή, προτιμήστε κάποια που να μπαίνει με βάρκα στις σπηλιές.
*Υπάρχουν εκδρομές που συνδυάζουν επίσκεψη στην παραλία Ναυάγιο και στις γαλάζιες σπηλιές.
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014
ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΟΡΑΛΛΙΟΓΕΝΗΣ ΥΦΑΛΟΣ
Ο Μεγάλος Κοραλλιογενής Ύφαλος (Great Barrier Reef) είναι ο μεγαλύτερος κοραλλιογενής ύφαλος στον κόσμο. Απαρτίζεται από 2.900 ξεχωριστούς υφάλους και 940 νησιά, και εκτείνεται σε μήκος μεγαλύτερο των 2.600 χιλιόμετρων σε μία θαλάσσια περιοχή έκτασης περίπου 344.400 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ο ύφαλος βρίσκεται στη Θάλασσα των Κοραλλίων, έξω από τις ακτές του Κουίνσλαντ της βορειοανατολική...ς Αυστραλίας. Φιλοξενεί ευρεία ποικιλία θαλάσσιας ζωής και προσφέρει σημαντικές καταδυτικές δυνατότητες.
Κατανόηση
Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι γενικότερα, γνωστοί και «τροπικά δάση της θάλασσας», αποτελούν μερικά από τα πιο πολύπλοκα οικοσυστήματα στη Γη. Ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος καταστρέφεται περίπου σε ποσοστό 3,5% ετησίως κυρίως εξαιτίας των τροπικών τυφώνων και της αύξησης της θερμοκρασίας των υδάτων. Σύμφωνα με τις τελευταίες επιστημονικές έρευνες που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η φύση «βρίσκει τρόπους» για να αποκαθιστά τις ισορροπίες της, ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος, όπως και ανάλογα οικοσυστήματα, αναμένεται να επιβιώσουν της κλιματικής αλλαγής.
Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι γενικότερα, γνωστοί και «τροπικά δάση της θάλασσας», αποτελούν μερικά από τα πιο πολύπλοκα οικοσυστήματα στη Γη. Ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος καταστρέφεται περίπου σε ποσοστό 3,5% ετησίως κυρίως εξαιτίας των τροπικών τυφώνων και της αύξησης της θερμοκρασίας των υδάτων. Σύμφωνα με τις τελευταίες επιστημονικές έρευνες που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η φύση «βρίσκει τρόπους» για να αποκαθιστά τις ισορροπίες της, ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος, όπως και ανάλογα οικοσυστήματα, αναμένεται να επιβιώσουν της κλιματικής αλλαγής.
Δορυφορική εικόνα τμήματος του Μεγάλου Κοραλλιογενή Υφάλου
ΚΟΡΑΛΛΙ
Κοράλλι γενικά ονομάζεται κάθε υδρόβιος οργανισμός που έχει τη δυνατότητα του σχηματισμού συμπαγούς εξωτερικού σκελετού που συνήθως είναι ασβεστολιθικός. Ειδικότερα στη Βιολογία, κοράλλια ονομάζονται τα ανθόζωα που έχουν τη μορφή μικρών πολυπόδων (μονάδων που μοιάζουν μεθαλάσσιες ανεμώνες) και σχηματίζουν αποικίες αποτελούμενες από πολλές τέτοιες μονάδες.Ως οργανισμοί είναι από τους παλαιότερους στον πλανήτη. Ανευρίσκονται απολιθωμένοι από την Παλαιοζωική περίοδο, ορισμένα δε γένη αποτελούν και καθοδηγητικά απολιθώματα.
ΕΙΔΗ
ΚΟΡΑΛΛΙΩΝ
Από εμπορικής άποψης τα κοράλλια διακρίνονται
σε δύο βασικές κατηγορίες: στα γνήσια και τα ψευδή κοράλλια ή ψευδοκοράλλια.Τα γνήσια κοράλλια έχουν σκελετό και περίδερμα ασβεστολιθικό. Σε αυτά
περιλαμβάνονται, εκτός των ερυθρών που ονομάζονται από το χρώμα τουςερυθρά κοράλλια και τα
λεγόμενα λευκά κοράλλια,
στα οποία ανήκουν τα είδη: ισιδέλλη η
επιμήκης, η αμφιλία η
οφθαλμοφόρος, καθώς και το μαύρο κοράλλι το λεγόμενο πληξαύρα ή
«πληξαύρα η αντιπαθής» και ισιδέλλη η ναπολιτάνα ή ναπολιτάνιος .Τα ψευδοκοράλλια έχουν σκελετό που συνίσταται από μια κεράτινη ουσία
και περιλαμβάνει το λεγόμενο «ψευδομέλαν κοράλλιο» που ανήκει στο είδοςαντιπαθής ο πλόκαμος.Στην Ελλάδα τα
κοράλλια αποτελούν εθνικό πλούτο και η ελεύθερη αλιεία τους
απαγορεύεται αυστηρά. Επιτρέπεται η φωτογράφησή τους μόνο κατόπιν σχετικής
αδείας.
Τρίτη 18 Μαρτίου 2014
Οι καρχαρίες είναι ψάρια που ανήκουν στην υπέρταξη Σελαχίμορφα. Οι καρχαρίες και τα μικρότερα συγγενικά τους σκυλόψαρα, γαλέοι κ.ά. έχουν ομοιογένεια μορφολογική και λειτουργική. Έχουν ασβεστοποιημένο και αποκλειστικά χόνδρινοσκελετό, μεγάλο κεφάλι, μεγάλα δόντια, σώμα επίμηκες, υδροδυναμικό, ισχυρή ουρά, με συνήθως ετερόκερκο ουραίο πτερύγιο, δέρμα τραχύ (καστανό στη ράχη και καστανόλευκο στην κοιλιά) καλυμμένο από "πλακοειδή λέπια" (δερματικά δόντια). Πρόκειται για ταχύτατους και άριστους κολυμβητές, αδηφάγα, σαρκοβόρα ψάρια. Επίσης οι περισσότεροι καρχαρίες είναι ωοζωοτόκα ζώα.
Οι καρχαρίες έχουν διαφοροποιηθεί σε περίπου 440 είδη με μέγεθος από 20 εκατοστά μέχρι 15 μέτρα (φαλαινοκαρχαρίας). Ζουν κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά μπορεί να τους συναντήσει κανείς σπάνια και σε μεγάλους πλωτούς ποταμούς στους οποίους εισέρχονται ακολουθώντας τα εμπορικά πλοία, με εξαίρεση τον ταυροκαρχαρία[notes 1]που μπορεί να ζήσει άνετα τόσο στο γλυκό όσο και αλμυρό νερό.
Πολλά γνωστά είδη όπως ο λευκός καρχαρίας, ο καρχαρίας τίγρης, ογλαυκοκαρχαρίας, ο καρχαρίας μάκο και ο σφυροκέφαλος είναι κορυφαίοι κυνηγοί. Ωστόσο, παρά το θαυμασμό που προκαλούν στον άνθρωπο, συχνά κινδυνεύουν από δραστηριότητές του, όπως η αλιεία.
Η ονομασία "καρχαρίας" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κάρχαρον (= πριόνι), λόγω του σχήματος και της διάταξης της οδοντοστοιχίας του.
Κυριακή 16 Μαρτίου 2014
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ
Στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Μικρασιατικών ακτών, υπάρχει ένα μικρό νησί, η Σύμη. Στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, εις ένα απάνεμο όρμο, (Πάνορμο) βρίσκεται η ιστορική Μονή του Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή. Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ.
Η λαϊκή παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Μιχαήλ του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.
Το 1806, ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.
Το 1806, ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.
Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια .Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.
Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη είναι αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.
Στη δεξιά πλευρά του ναού είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.
Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα.
Στη δεξιά πλευρά του ναού είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.
Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα.
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οι επιστήμονες πιστεύουν και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα , πως η ζωή ξεκίνησε από τη θάλασσα. Πιστεύουν πως ο πρώτος οργανισμός που δημιουργήθηκε ήταν η αμοιβάδα , από την οποία προέρχονται και όλοι οι υπόλοιποι. Με την πάροδο εκατομμυρίων χρόνων η ζωή στη θάλασσα εξελίχθηκε , και κάποιος οργανισμός μπόρεσε να βγει στη στεριά και να αρχίσει να αναπνέει τον ατμοσφαιρικό αέρα. Αφού ξεπέρασε αυτό το στάδιο ο οργανισμός εξελίχθηκε ώστε να μπορεί να επιβιώνει όσο καλύτερα μπορούσε στη στεριά. Ύστερα πάλι από εκατομμύρια χρόνια και εξέλιξης είχαν δημιουργηθεί περισσότεροι οργανισμοί που να μπορούν να ζουν στη στεριά. Οι οργανισμοί όμως σε θάλασσα και στεριά συνέχισαν να εξελίσσονται , για να μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές θερμοκρασίας και τις μεταβολές του περιβάλλοντος φθάνοντας περίπου στη περίοδο των δεινοσαύρων. Ύστερα από την αποδεδειγμένη πρόσκρουση μετεωρίτη στη γη μεγαλύτερο κομμάτι της καταστράφηκε και επήλθαν ακραία καιρικά φαινόμενα , όπως όξινη βροχή που επηρέασαν και τους οργανισμούς στο νερό. Μετά από αυτό άλλαξε το παγκόσμιο κλίμα που σιγά, σιγά σταθεροποιήθηκε , δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους οργανισμούς να μπορέσουν και πάλι να αναπτυχθούν. Τέλος με την εξέλιξη 60 εκατομμυρίων χρόνων περίπου έφθασε η ζωή, όπως περίπου την γνωρίζουμε σήμερα.
ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΖΝΤΕΚΩΝ
Στη Μέση Αμερική, οι Αζτέκοι (aztecas) πίστευαν ότι είχαν υπάρξει κι άλλοι Κόσμοι πριν από το δικό τους, οι οποίοι φωτίζονταν από τέσσερις Ήλιους[ii], ο καθ’ ένας από τους οποίους είχε διάρκεια 260 ημερών –όπως κι ο ένας από τους δύο ημερολογιακούς κύκλους των Μάγια-, και ταυτίζονταν με τέσσερις αντίστοιχες θεότητες και τέσσερις ανθρωπότητες. Ο κάθε Ήλιος συνδεόταν αντίστοιχα με τη γη, τον άνεμο, τη φωτιά ή το νερό. Αυτά τα στοιχεία συνέθεταν ή κατέστρεφαν εκείνους τους Κόσμους.
Ο πρώτος Ήλιος –ο Οσέλοτονατίου (Ocelotonatiuh)- ήταν ο δημιουργός της φωτιάς, του ουρανού, της Γης, της θάλασσας, του Κάτω Κόσμου, του πρώτου ζεύγους ανθρώπων και του ιερού ημερολογίου. Στη Γη κατοικούσε μία φυλή γιγάντων, οι οποίοι κατασπαράχθηκαν από μία αγέλη ιαγουάρων οσέλοτλ (océlotl), που βγήκαν από τη θάλασσα. Λένε οι Αζτέκοι ότι τα απολιθώματα μαμούθ που έβρισκαν κοντά στην αρχαία πρωτεύουσά τους, την Τενοστίτλαν (Tenoxtitlán)[iii], ήταν τα κόκαλα εκείνων των γιγάντων.
Ο δεύτερος Ήλιος –ο Εχέκατονατίου (Ehecatonatiuh)- ήταν ο δημιουργός του ανέμου. Η Ανθρωπότητα εκείνου του Κόσμου παρασύρθηκε από τυφώνες. Διηγούνται οι ιθαγενείς ότι οι μαϊμούδες που τρέχουν τρομαγμένες ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, είναι οι απόγονοι εκείνων των πρωτανθρώπων. Στο Πόπολ Βουχ, τη Βίβλο των Μάγια της Γουατεμάλας, υπάρχουν αναφορές για ημίθεους που μεταμορφώθηκαν σε μαϊμούδες.
Ο τρίτος Ήλιος –ο Κιάουτονατίου (Quiauhtonatiuh)- ήταν της βροχής. Η Ανθρωπότητα εξολοθρεύτηκε από μία πύρινη βροχή –ίσως λάβα από τα ηφαίστεια της κοιλάδας του Ανάουακ (Anáhuac), στο κεντρικό Μεξικό. Οι απόγονοι των ανθρώπων εκείνων είναι οι γαλοπούλες.
Ο τέταρτος Ήλιος –ο Άτονατίου (Atonatiuh)- ήταν του νερού. Η Ανθρωπότητα πνίγηκε σ’ έναν κατακλυσμό. Τα ψάρια που γνωρίζουμε σήμερα είναι οι ψυχές εκείνων των ανθρώπων. Κατακλυσμιαία καταστροφή της δεύτερης Ανθρωπότητας από ξύλο υπάρχει και στο Πόπολ Βουχ των Μάγια.
Ο πέμπτος Ήλιος -ο Νάουι όλιν (Nahui ollin), που σημαίνει: «4-σεισμός» (όχι: σεισμοί)-, δημιουργήθηκε στη μητρόπολη Τεοτιγουακάν (Teotihuacán) [βλ. σχ. 24], του ομώνυμου πολιτισμού. Το όνομά του φανερώνει το μοιραίο μας μέλλον…
Στην παράδοση των Μάγια –που ζουν σε περιοχές του Μεξικού και της Γουατεμάλας-, ο έκτος Ήλιος ήταν εκείνος που έφερε την επάνοδο του πολιτισμικού ήρωα, βασιλιά και θεού, δηλαδή του Φτερωτού Φιδιού Κουκουλκ’άν (Kukulk’an) [βλ. σχ. 42☼]. Όταν, λοιπόν, έφτασαν οι Ισπανοί Κατακτητές στο Γιουκατάν (Yucatán), στις 27 Φεβρουαρίου του 1520, οι ιθαγενείς, νομίζοντας ότι ήταν οι θεοί τους που επέστρεφαν –όπως τους είχαν υποσχεθεί-, τους προσκύνησαν, χάνοντας έτσι για πάντα την ανεξαρτησία τους και την εθνική τους ταυτότητα
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014
ΕΙΣΒΟΛΗ ΞΕΝΩΝ ΕΙΔΩΝ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ)
Aquatic invasive species are plants and animals that evolved in one
location and are introduced through a variety of means into another location.
Species have always used the oceans to move about the planet. By swimming or hitching a ride on a log, leaf, or coconut, organisms have found new worlds in which to thrive. But until recently, this process has been moderate, limited by the currents and the winds.
Since humans first took to the seas, though, intrepid stowaways have had ever expanding vehicles for dispersing themselves both faster and farther. The result is an increasing number of ocean ecosystems, primarily near shorelines, that are being compromised or wiped out by non-native species.
What Are They?
An invasive, or non-native, aquatic species can be any organism that exists somewhere in or near water where it doesn't belong. When an alien species like this arrives in a new location, several things can happen: It can find its new habitat unwelcoming and die off; it can survive with little environmental impact; or it can take over, harming the naturally existing wildlife in a variety of ways.
Invasive species that thrive usually do so because their new habitat lacks natural predators to control their population. They do damage mainly by consuming native species, competing with them for food or space, or introducing disease.
One infamous example is the zebra mussel, accidentally introduced by a cargo ship into the North American Great Lakes from the Black Sea in 1988. The tiny mollusk multiplied uncontrollably, starving out many of the Great Lakes' native mussel populations and interfering with human structures from factory intake pipes to ship rudders. They've now spread from Canada to Mexico and are considered a major nuisance species. Hundreds of millions of dollars are spent annually to control their numbers.
Species have always used the oceans to move about the planet. By swimming or hitching a ride on a log, leaf, or coconut, organisms have found new worlds in which to thrive. But until recently, this process has been moderate, limited by the currents and the winds.
Since humans first took to the seas, though, intrepid stowaways have had ever expanding vehicles for dispersing themselves both faster and farther. The result is an increasing number of ocean ecosystems, primarily near shorelines, that are being compromised or wiped out by non-native species.
What Are They?
An invasive, or non-native, aquatic species can be any organism that exists somewhere in or near water where it doesn't belong. When an alien species like this arrives in a new location, several things can happen: It can find its new habitat unwelcoming and die off; it can survive with little environmental impact; or it can take over, harming the naturally existing wildlife in a variety of ways.
Invasive species that thrive usually do so because their new habitat lacks natural predators to control their population. They do damage mainly by consuming native species, competing with them for food or space, or introducing disease.
One infamous example is the zebra mussel, accidentally introduced by a cargo ship into the North American Great Lakes from the Black Sea in 1988. The tiny mollusk multiplied uncontrollably, starving out many of the Great Lakes' native mussel populations and interfering with human structures from factory intake pipes to ship rudders. They've now spread from Canada to Mexico and are considered a major nuisance species. Hundreds of millions of dollars are spent annually to control their numbers.
How Do They Get There?
Most
marine invasive species stow away in ship ballast. Large boats have tanks in
their hulls that are filled with seawater to counterbalance cargo weight. Boats
draw in water at their loading port, in some cases more than 20 million gallons
(75 million liters). When the ship arrives at its destination, it releases the
ballast—along with whatever species happen to be inside, from schools of fish
to microscopic organisms. And these days, there's plenty of opportunity for
hitchhiking species. Some 45,000 cargo ships move more than 10 billion tons of
ballast water around the world each year.
Invasive species also hitch rides on the outside of ship hulls and on the millions of tons of plastics and other trash that floats around the globe in ocean currents.
Pets acquired through the aquarium and exotic pet trade—and then released—can become invasive species, as can escapees from aquaculture farms.
And ongoing sea temperature rise caused by global warming is allowing non-native species to populate ocean habitats that were once too cold to be hospitable.
Combating Invasives
To combat invasive species, governments are focusing on how they handle ship ballast. New regulations in a handful of countries require ships to exchange their ballast water while out at sea or treat it to kill stowaway species before they are released.
Invasive species also hitch rides on the outside of ship hulls and on the millions of tons of plastics and other trash that floats around the globe in ocean currents.
Pets acquired through the aquarium and exotic pet trade—and then released—can become invasive species, as can escapees from aquaculture farms.
And ongoing sea temperature rise caused by global warming is allowing non-native species to populate ocean habitats that were once too cold to be hospitable.
Combating Invasives
To combat invasive species, governments are focusing on how they handle ship ballast. New regulations in a handful of countries require ships to exchange their ballast water while out at sea or treat it to kill stowaway species before they are released.
ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΦΩΚΙΑ
Η μεσογειακή φώκια μοναχός (Monachus monachus), είναι το ένα από τα δύο εναπομείναντα είδη φώκιας μοναχού της οικογένειας των φωκιδών. Κάποτε ήταν εξαπλωμένη σε όλες τις ακτές τις Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού Ατλαντικού. Σήμερα, με αριθμό μικρότερο από 600 ζώα, συγκαταλέγεται στα σπανιότερα και πλέον απειλούμενα ζωικά είδη του πλανήτη και χαρακτηρίζεται ως κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό από την Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης. Ο μισός περίπου πληθυσμός, γύρω στα 250-300 άτομα, ζει στην Ελλάδα.
Ονομασία
Στις
ραψωδίες Δ' και Ο' της Οδύσσειας γίνεται αναφορά σε αυτήν στον
πληθυντικό ως φῶκαι. Αργότερα ο Αριστοτέλης μελέτησε και περιέγραψε
διεξοδικά την φώκη στο έργο του Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν.
Ο Γάλλος ζωολόγος Ζαν Ερμάν περιέγραψε πρώτος, στην σύγχρονη
εποχή, την μεσογειακή φώκια από τον ολότυπο της συλλογής
του. Ονόμασε το είδος Phoca monachus (φώκια μοναχός), πιθανόν λόγω
κάποιας ομοιότητας που διέκρινε με τους καλόγερους και όχι σύμφωνα με παλαιότερες
αντιλήψεις λόγω του μοναχικού χαρακτήρα του είδους: οι δίπλες που σχηματίζει
στο δέρμα της στην περιοχή του λαιμού, ίσως θυμίζουν τις πτυχές από την
κουκούλα και το ράσο των μοναχών. Ο Τζον Φλέμινγκ κράτησε το όνομα monachus
αλλά το αναβάθμισε σε γένος με ομώνυμο ειδικό Monachus
monachus.
Περιγραφή
Το μήκος
των ενήλικων ζώων κυμαίνεται μεταξύ 2-3 μέτρων, ενώ το βάρος τους φθάνει έως
και τα 350 κιλά, με τα θηλυκά να είναι λίγο μικρότερα από τα αρσενικά. Το σώμα
τους καλύπτεται από στιλπνό τρίχωμα, μήκους περίπου μισού εκατοστού. Το χρώμα
τους ποικίλλει από ανοιχτό γκρίζο και μπεζ στα θηλυκά μέχρι σκούρο καφέ και
μαύρο στα αρσενικά, πολλές φορές διάστικτο και με ανοιχτόχρωμα σημεία στον
αυχένα, τον λαιμό και την κοιλιά. Στα αρσενικά είναι ιδιαίτερα εμφανής και
ευδιάκριτη η λευκή κηλίδα στην κοιλιά.
Οι
μεσογειακές φώκιες ζουν μέχρι και 45 χρόνια, αν και ο μέσος όρος είναι γύρω στα
20, ενώ η σεξουαλική ωριμότητα ξεκινά στον 5ο. Ζευγαρώνουν στο νερό και γεννούν
κάθε 2 χρόνια -μετά από κύηση 10 μηνών και πάντα στην στεριά- συνήθως ένα
μικρό, σπανιότερα δύο. Το νεογέννητο έχει μήκος περίπου 1 μέτρο, ζυγίζει γύρω
στα 15 κιλά και είναι ήδη ικανό να κολυμπήσει. Το δέρμα του καλύπτεται από
μακρύ σκούρο τρίχωμα μήκους έως και 1,5 εκατοστά. Το τρίχωμα αυτό
αντικαθίσταται μέσα σε δύο μήνες από το κοντό τρίχωμα των ενήλικων ζώων. Στην
κοιλιά υπάρχει μία μεγάλη λευκή κηλίδα σαν μπάλωμα, της οποίας το σχήμα
διαφέρει χαρακτηριστικά σε κάθε φώκια αλλά και μεταξύ των δύο φύλων. Η γαλουχία
διαρκεί περίπου τρεις με τέσσερις μήνες και μετά αρχίζει σιγά-σιγά να κυνηγά
και να βρίσκει την τροφή του. Την περίοδο αυτήν και σε αντίθεση με άλλα είδη
φώκιας, η μητέρα αφήνει το μικρό της μόνο του για κάποιες ώρες προς αναζήτηση
τροφής.
Έχει
παρατηρηθεί πως είναι πολυγυνικές, δηλαδή
ένα ενήλικο αρσενικό διατηρεί ένα χαρέμι και
ζευγαρώνει με περισσότερα από ένα θηλυκά. Η γέννα λαμβάνει χώρα σε απομονωμένη
σπηλιά με έξοδο προς την παραλία, αν και από παλιές περιγραφές έως και τον 18ο
αιώνα φαίνεται πως γεννούσαν στις ανοιχτές αμμουδιές.
Δεν
υπάρχει συγκεκριμένη αναπαραγωγική περίοδος καθώς γεννιούνται μικρά καθ' όλη τη
διάρκεια του χρόνου. Οι περισσότερες γεννήσεις όμως καταγράφονται μεταξύ
Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. Την ίδια περίοδο πλημμυρίζουν και συχνότερα οι
σπηλιές λόγω των φθινοπωρινών καιρικών συνθηκών και θαλασσοταραχών, με
αποτέλεσμα τα ποσοστά θνησιμότητας των νεογνών να είναι μεγάλα.
Διατροφή
Το
θαλάσσιο περιβάλλον της Μεσογείου, όπου ζει μεγάλη ποικιλία ειδών αλλά σε
μικρούς σχετικά αριθμούς, φαίνεται να ευνοεί την διατροφική προσαρμογή της
φώκιας, η οποία δε δείχνει κάποια προτίμηση σε συγκεκριμένα είδη. Αντιθέτως
τρέφεται με μια ποικιλία από οστεϊχθύες, όπως σαργούς, συναγρίδες,
γόπες, μπαρμπούνια και κεφαλόποδων όπως χταπόδια, σουπιές και καλαμάρια, αλλά και καρκινοειδή
όπως καβούρια.
Αποικία
μεσογειακής φώκιας στο Λευκό Ακρωτήριο το 1945
Ενδιαίτημα
Σε σχέση
με άλλα είδη φωκών, η μεσογειακή φώκια μπορεί να θεωρηθεί «παράκτιο είδος»,
καθώς φαίνεται ότι κινείται και κυνηγά την τροφή της κοντά στις ακτές και
κυρίως ριχότερα από την ισοβαθή των 200 μέτρων.
Μέγιστος χρόνος κατάδυσης είναι 15-20 λεπτά. Οι περισσότερες καταδύσεις όμως
γίνονται σε βάθος 30-40 μέτρα και διαρκούν γύρω στα 5-10 λεπτά. Έχουν πάντως
την ικανότητα να καλύψουν σημαντικές αποστάσεις μέσα σε λίγες εβδομάδες ή
λίγους μήνες.
Η
κατανομή της στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ μεγάλη, αν και περιορισμένη
αριθμητικά. Δείχνει σαφή προτίμηση σε απομονωμένες, βραχώδεις και δυσπρόσιτες
νησίδες ή παράκτιες περιοχές.
Ιστορικές
πηγές αναφέρουν ότι οι Μεσογειακές φώκιες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ανοιχτές
παραλίες για να ξεκουράζονται και να γεννάνε. Σήμερα όμως, λόγω τις ανθρώπινης
όχλησης και τις καταστροφής του φυσικού της χώρου έχει αποτραβηχτεί κυρίως σε
απρόσιτες παράκτιες θαλασσινές σπηλιές. Οι σπηλιές αυτές, που μπορεί να έχουν
μία ή και περισσότερες εισόδους πάνω ή και κάτω από την επιφάνεια του νερού
έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι καταλήγουν σε παραλία (χερσαίο, σχετικά
επίπεδο χώρο με άμμο, βότσαλα, κροκάλες είτε επίπεδο βράχο).
Κατάσταση
Κάποτε η
μεσογειακή φώκια ήταν εξαπλωμένη από τις ακτές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας έως την βορειοδυτική ακτή
της Αφρικής στον Ατλαντικό, μέχρι και τις Αζόρες.
Η
δραματική μείωση του πληθυσμού οφείλεται κυρίως στον ανθρώπινο παράγοντα, από
όλες του τις πλευρές. Από την αρχαιότητα κυνηγούνταν για εμπορικούς σκοπούς
λόγω του δέρματος και του λίπους της. Οι Ρωμαίοι τις
χρησιμοποιούσαν και για ψυχαγωγικούς λόγους στις ρωμαϊκές αρένες. Στο Αιγαίο
παλιότερα έφτιαχναν από το δέρμα τους σανδάλια και ζώνες και το λίπος το
χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή κάποιου ματζουνιού. Επίσης καταδιώκεται ως
βλαβερό ζώο από τους ψαράδες λόγω της ζημιάς που μπορεί να προκαλέσει στα
δίχτυα τους όταν μπλεχτεί σ' αυτά. Η ηθελημένη θανάτωσή τους από τον άνθρωπο
στις ελληνικές θάλασσες, παραμένει η πρωταρχική αιτία θανάτου για τα ενήλικα
άτομα του είδους.
Ο θάνατος
φωκών από την παγίδευση τους σε αλιευτικά εργαλεία είναι πολύ συχνό φαινόμενο
στις περισσότερες περιοχές εξάπλωσης του είδους. Τα ζώα παγιδεύονται και
πνίγονται κυρίως σε στατικά δίχτυα που χρησιμοποιούνται ευρέως από την παράκτια
αλιεία. Στοιχεία έρευνας στην Ελλάδα αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι
ιδιαίτερα έντονο στα ανήλικα και άρα περισσότερο άπειρα άτομα. Υπεραλίευση και
παράνομη αλιεία έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση τα ιχθυαποθέματα ώστε οι
φώκιες να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν αρκετή τροφή από το φυσικό τους
στοιχείο.[8] Παράλληλα ραγδαία αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού
και η αστικοποίηση μαζί με την άνοδο του παραθαλάσσιου και θαλάσσιου τουρισμού
υποβάθμισαν τον βιότοπο της μεσογειακής φώκιας και την εκδίωξαν από τις ανοιχτές
παραλίες.
Σήμερα
έχει κηρυχθεί είδος κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό.
Ο συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται σε λιγότερα από 600 ζώα διεσπαρμένα σε
τέσσερις απομονωμένους θύλακες στα νησιά Μαδέρα (25-35 άτομα), στο Λευκό Ακρωτήριο
της Μαυριτανίας (130 άτομα) στον Ατλαντικό, στις Μεσογειακές ακτές Μαρόκου και Αλγερίας και στην Ανατολική Μεσόγειο (Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος). Μόνο δύο από τους θύλακες
μπορούν να θεωρηθούν βιώσιμοι: ο ένας στο Αιγαίο Πέλαγος που αριθμεί περίπου
300 φώκιες στην Ελλάδα (στις Β. Σποράδες, την Κίμωλο και την Κάρπαθο)και 100 στην Τουρκία. Ο άλλος στο Λευκό Ακρωτήριο, στην
Μαυριτανία με 130 φώκιες. Οι δύο αυτές θέσεις βρίσκονται στα δύο ακραία σημεία
της περιοχής εξάπλωσης της φώκιας και είναι αδύνατη η όποια επικοινωνία και
ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ τους και ο εμπλουτισμός του γενετικού τους
υλικού. Όλοι οι υπόλοιποι πληθυσμοί αριθμούν λιγότερα από 50 άτομα. Στις
περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για σκόρπιες ομάδες μέχρι 5 ατόμων.
Τέτοιοι
μικροί πληθυσμοί υπάρχουν στην Μαδέρα (περίπου 30 άτομα) και στα νησιά Ντεζέρτας στον
Ατλαντικό, στην Κιλικία, στο Ιόνιο Πέλαγος. Στη δυτική Μεσόγειο
υπάρχουν μόνο μικρές ομάδες στις αφρικανικές ακτές (Μαρόκο και Αλγερία) και πολύ σπάνιες θεάσεις στις Βαλεαρίδες Νήσους, στη Σαρδηνία
και στο Γιβραλτάρ.
Στο Λευκό Ακρωτήριο
(Ρας Νουαντίμπου) ζει η μεγαλύτερη ομάδα μεσογειακής φώκιας, και η
μοναδική που έχει ακόμη μορφή αποικίας. Το καλοκαίρι του 1997 τα δύο τρίτα του
πληθυσμού εξολοθρεύτηκαν μέσα σε δύο μήνες θέτοντας σε κίνδυνο τη δυνατότητα
επιβίωσης του είδους. Η αιτία που προκάλεσε τον μαζικό θάνατο των ζώων και
μείωσε τον πληθυσμό της αποικίας από 317 σε 130 άτομα φαίνεται είναι το
φαινόμενο της άνθισης φυτοπλαγκτού και
συγκεκριμένα η έκθεση των ζώων σε κάποια φυτοπλαγκτονική τοξίνη. Η αποικία
υπολογίζεται πως αριθμεί σήμερα περί τα 150 άτομα και παραμένει η μεγαλύτερη
ομάδα μεσογειακής φώκιας, όμως να τέτοιο φαινόμενο θα μπορούσε να αφανίσει όλον
τον εναπομείναντα πληθυσμό.
Διατήρηση και προστασία
Φώκια κοντά στη Σέριφο. Φωτογραφήθηκε το 2007
Σημαντικό
βήμα για την προστασία της μεσογειακής φώκιας και των βιοτόπων της αποτέλεσε η
ανακήρυξη της περιοχής των Βορείων Σποράδων σε προστατευόμενη και η ίδρυση του Εθνικου Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων (ΕΘΠΑΒΣ).
Καθοριστική υπήρξε η συμβολή της μη κερδοσκοπικής, μη κυβερνητικής οργάνωσης ΜOm /Εταιρία για τη Μελέτη και
Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας στην οργάνωση και λειτουργία
δραστηριοτήτων όπως η ενημέρωση του κοινού και η παρακολούθηση της κατάστασης
του πληθυσμού της Μεσογειακής φώκιας, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού, τουλάχιστον 55 διαφορετικά ενήλικα ζώα
έχουν αναγνωριστεί να συχνάζουν στην περιοχή του θαλάσσιου πάρκου, ενώ
υπολογίζεται γεννιούνται άλλα οχτώ τον χρόνο.
Μέρος της
δράσης της MOm είναι η ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των ντόπιων κατοίκων και
ψαράδων όπως και η διάσωση και περίθαλψη άρρωστων, τραυματισμένων και ορφανών
ζώων. Γι αυτόν τον λόγο δημιούργησε το Κέντρο Περίθαλψης Μεσογειακής Φώκιας
στην Αλόννησο, το οποίο είναι το μοναδικό στη
Μεσόγειο και λειτουργεί σε συνδυασμό με το δίκτυο διάσωσης και συλλογής
πληροφοριών της MOm. Εκεί φιλοξενούνται μόνο τα νεογέννητα, κατά κύριο
λόγο, ορφανά φωκάκια που χωρίστηκαν από τη μητέρα τους, συνήθως λόγω καιρικών
συνθηκών. Η περίθαλψη των μεγαλύτερων ζώων γίνεται επί τόπου. Το δε Δίκτυο
Διάσωσης και Συλλογής Πληροφοριών (RINT) βασίζεται σε μέλη από όλη την
Ελλάδα, κατά πλειοψηφία μη ειδικούς, που αποστέλλουν τακτικά πληροφορίες και
ενημέρωση από τις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές.
Η Ελλάδα
ετοιμάζεται να κηρύξει μια δεύτερη περιοχή στο Αιγαίο ως προστατευόμενο θαλάσσιο
πάρκο με έναν από τους κύριους στόχους της πράξης αυτής την «προστασία και
διατήρηση του σημαντικού πληθυσμού της απειλούμενης με εξαφάνιση Μεσογειακής
φώκιας Monachus monachus». Θα ονομάζεται Περιφερειακό Θαλάσσιο Πάρκο Βόρειας
Καρπάθου, νήσου Σαρίας και των Αστακιδονησίων (Π.Θ.Π.Β.Κ.Σ.Α) και θα
περιλαμβάνει τις ήδη υπάρχουσες Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) Καρπάθου-Σαρίας
και Αστακιδονησίων του Δικτύου Natura 2000.
Φώκια της αποικίας του Λευκού Ακρωτηρίου εν πλω
Το άλλο
θαλάσσιο πάρκο της χώρας είναι το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου
στο Ιόνιο Πέλαγος. Με βάση τα στοιχεία του WWF
που πραγματοποίησε συστηματική καταγραφή πληθυσμού της φώκιας το 1991,
βρίσκουνε καταφύγιο στην περιοχή 14-18 άτομα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο
γνωστό πληθυσμό στο Ιόνιο.
Μαζί με
τις δύο περιοχές στην Τουρκία, στη Φώκαια της Σμύρνης και στην Επαρχία της Μερσίνης,
είναι τα μοναδικά προστατευόμενα καταφύγια της φώκιας στη μεσόγειο. Η ΜΚΟ SAD-DAFAG
που δραστηριοποιείται στην περιοχή υπολογίζει τον αριθμό των ζώων σε περίπου
100.
Στον
Ατλαντικό υπάρχει η προστατευόμενη περιοχή στα νησιά Ντεζέρτας της Μαδέρας, όπου φαίνονται ενθαρρυντικά
σημάδια ανάκαμψης μετά από έντονες προσπάθειες προστασίας εκ μέρους της
πορτογαλικής διαχειριστικής αρχής, και ο αριθμός έχει ανέβει στις 25-35 φώκιες.
Νοτιότερα, στο Λευκό Ακρωτήρι το Μαροκινό Ναυτικό περιπολεί τη ζώνη όπου
απαγορεύεται η αλιεία με σκοπό να μειωθεί η βασική αιτία θανάτου της φώκιας, τα
δίχτυα των ψαράδων, και να διασωθεί η μεγαλύτερη ομάδα μεσογειακής φώκιας που
αριθμεί 130 άτομα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)