ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΦΩΚΙΑ
Η μεσογειακή φώκια μοναχός (Monachus monachus), είναι το ένα από τα δύο εναπομείναντα είδη φώκιας μοναχού της οικογένειας των φωκιδών. Κάποτε ήταν εξαπλωμένη σε όλες τις ακτές τις Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού Ατλαντικού. Σήμερα, με αριθμό μικρότερο από 600 ζώα, συγκαταλέγεται στα σπανιότερα και πλέον απειλούμενα ζωικά είδη του πλανήτη και χαρακτηρίζεται ως κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό από την Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης. Ο μισός περίπου πληθυσμός, γύρω στα 250-300 άτομα, ζει στην Ελλάδα.
Ονομασία
Στις
ραψωδίες Δ' και Ο' της Οδύσσειας γίνεται αναφορά σε αυτήν στον
πληθυντικό ως φῶκαι. Αργότερα ο Αριστοτέλης μελέτησε και περιέγραψε
διεξοδικά την φώκη στο έργο του Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν.
Ο Γάλλος ζωολόγος Ζαν Ερμάν περιέγραψε πρώτος, στην σύγχρονη
εποχή, την μεσογειακή φώκια από τον ολότυπο της συλλογής
του. Ονόμασε το είδος Phoca monachus (φώκια μοναχός), πιθανόν λόγω
κάποιας ομοιότητας που διέκρινε με τους καλόγερους και όχι σύμφωνα με παλαιότερες
αντιλήψεις λόγω του μοναχικού χαρακτήρα του είδους: οι δίπλες που σχηματίζει
στο δέρμα της στην περιοχή του λαιμού, ίσως θυμίζουν τις πτυχές από την
κουκούλα και το ράσο των μοναχών. Ο Τζον Φλέμινγκ κράτησε το όνομα monachus
αλλά το αναβάθμισε σε γένος με ομώνυμο ειδικό Monachus
monachus.
Περιγραφή
Το μήκος
των ενήλικων ζώων κυμαίνεται μεταξύ 2-3 μέτρων, ενώ το βάρος τους φθάνει έως
και τα 350 κιλά, με τα θηλυκά να είναι λίγο μικρότερα από τα αρσενικά. Το σώμα
τους καλύπτεται από στιλπνό τρίχωμα, μήκους περίπου μισού εκατοστού. Το χρώμα
τους ποικίλλει από ανοιχτό γκρίζο και μπεζ στα θηλυκά μέχρι σκούρο καφέ και
μαύρο στα αρσενικά, πολλές φορές διάστικτο και με ανοιχτόχρωμα σημεία στον
αυχένα, τον λαιμό και την κοιλιά. Στα αρσενικά είναι ιδιαίτερα εμφανής και
ευδιάκριτη η λευκή κηλίδα στην κοιλιά.
Οι
μεσογειακές φώκιες ζουν μέχρι και 45 χρόνια, αν και ο μέσος όρος είναι γύρω στα
20, ενώ η σεξουαλική ωριμότητα ξεκινά στον 5ο. Ζευγαρώνουν στο νερό και γεννούν
κάθε 2 χρόνια -μετά από κύηση 10 μηνών και πάντα στην στεριά- συνήθως ένα
μικρό, σπανιότερα δύο. Το νεογέννητο έχει μήκος περίπου 1 μέτρο, ζυγίζει γύρω
στα 15 κιλά και είναι ήδη ικανό να κολυμπήσει. Το δέρμα του καλύπτεται από
μακρύ σκούρο τρίχωμα μήκους έως και 1,5 εκατοστά. Το τρίχωμα αυτό
αντικαθίσταται μέσα σε δύο μήνες από το κοντό τρίχωμα των ενήλικων ζώων. Στην
κοιλιά υπάρχει μία μεγάλη λευκή κηλίδα σαν μπάλωμα, της οποίας το σχήμα
διαφέρει χαρακτηριστικά σε κάθε φώκια αλλά και μεταξύ των δύο φύλων. Η γαλουχία
διαρκεί περίπου τρεις με τέσσερις μήνες και μετά αρχίζει σιγά-σιγά να κυνηγά
και να βρίσκει την τροφή του. Την περίοδο αυτήν και σε αντίθεση με άλλα είδη
φώκιας, η μητέρα αφήνει το μικρό της μόνο του για κάποιες ώρες προς αναζήτηση
τροφής.
Έχει
παρατηρηθεί πως είναι πολυγυνικές, δηλαδή
ένα ενήλικο αρσενικό διατηρεί ένα χαρέμι και
ζευγαρώνει με περισσότερα από ένα θηλυκά. Η γέννα λαμβάνει χώρα σε απομονωμένη
σπηλιά με έξοδο προς την παραλία, αν και από παλιές περιγραφές έως και τον 18ο
αιώνα φαίνεται πως γεννούσαν στις ανοιχτές αμμουδιές.
Δεν
υπάρχει συγκεκριμένη αναπαραγωγική περίοδος καθώς γεννιούνται μικρά καθ' όλη τη
διάρκεια του χρόνου. Οι περισσότερες γεννήσεις όμως καταγράφονται μεταξύ
Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. Την ίδια περίοδο πλημμυρίζουν και συχνότερα οι
σπηλιές λόγω των φθινοπωρινών καιρικών συνθηκών και θαλασσοταραχών, με
αποτέλεσμα τα ποσοστά θνησιμότητας των νεογνών να είναι μεγάλα.
Διατροφή
Το
θαλάσσιο περιβάλλον της Μεσογείου, όπου ζει μεγάλη ποικιλία ειδών αλλά σε
μικρούς σχετικά αριθμούς, φαίνεται να ευνοεί την διατροφική προσαρμογή της
φώκιας, η οποία δε δείχνει κάποια προτίμηση σε συγκεκριμένα είδη. Αντιθέτως
τρέφεται με μια ποικιλία από οστεϊχθύες, όπως σαργούς, συναγρίδες,
γόπες, μπαρμπούνια και κεφαλόποδων όπως χταπόδια, σουπιές και καλαμάρια, αλλά και καρκινοειδή
όπως καβούρια.
Αποικία
μεσογειακής φώκιας στο Λευκό Ακρωτήριο το 1945
Ενδιαίτημα
Σε σχέση
με άλλα είδη φωκών, η μεσογειακή φώκια μπορεί να θεωρηθεί «παράκτιο είδος»,
καθώς φαίνεται ότι κινείται και κυνηγά την τροφή της κοντά στις ακτές και
κυρίως ριχότερα από την ισοβαθή των 200 μέτρων.
Μέγιστος χρόνος κατάδυσης είναι 15-20 λεπτά. Οι περισσότερες καταδύσεις όμως
γίνονται σε βάθος 30-40 μέτρα και διαρκούν γύρω στα 5-10 λεπτά. Έχουν πάντως
την ικανότητα να καλύψουν σημαντικές αποστάσεις μέσα σε λίγες εβδομάδες ή
λίγους μήνες.
Η
κατανομή της στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ μεγάλη, αν και περιορισμένη
αριθμητικά. Δείχνει σαφή προτίμηση σε απομονωμένες, βραχώδεις και δυσπρόσιτες
νησίδες ή παράκτιες περιοχές.
Ιστορικές
πηγές αναφέρουν ότι οι Μεσογειακές φώκιες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ανοιχτές
παραλίες για να ξεκουράζονται και να γεννάνε. Σήμερα όμως, λόγω τις ανθρώπινης
όχλησης και τις καταστροφής του φυσικού της χώρου έχει αποτραβηχτεί κυρίως σε
απρόσιτες παράκτιες θαλασσινές σπηλιές. Οι σπηλιές αυτές, που μπορεί να έχουν
μία ή και περισσότερες εισόδους πάνω ή και κάτω από την επιφάνεια του νερού
έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι καταλήγουν σε παραλία (χερσαίο, σχετικά
επίπεδο χώρο με άμμο, βότσαλα, κροκάλες είτε επίπεδο βράχο).
Κατάσταση
Κάποτε η
μεσογειακή φώκια ήταν εξαπλωμένη από τις ακτές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας έως την βορειοδυτική ακτή
της Αφρικής στον Ατλαντικό, μέχρι και τις Αζόρες.
Η
δραματική μείωση του πληθυσμού οφείλεται κυρίως στον ανθρώπινο παράγοντα, από
όλες του τις πλευρές. Από την αρχαιότητα κυνηγούνταν για εμπορικούς σκοπούς
λόγω του δέρματος και του λίπους της. Οι Ρωμαίοι τις
χρησιμοποιούσαν και για ψυχαγωγικούς λόγους στις ρωμαϊκές αρένες. Στο Αιγαίο
παλιότερα έφτιαχναν από το δέρμα τους σανδάλια και ζώνες και το λίπος το
χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή κάποιου ματζουνιού. Επίσης καταδιώκεται ως
βλαβερό ζώο από τους ψαράδες λόγω της ζημιάς που μπορεί να προκαλέσει στα
δίχτυα τους όταν μπλεχτεί σ' αυτά. Η ηθελημένη θανάτωσή τους από τον άνθρωπο
στις ελληνικές θάλασσες, παραμένει η πρωταρχική αιτία θανάτου για τα ενήλικα
άτομα του είδους.
Ο θάνατος
φωκών από την παγίδευση τους σε αλιευτικά εργαλεία είναι πολύ συχνό φαινόμενο
στις περισσότερες περιοχές εξάπλωσης του είδους. Τα ζώα παγιδεύονται και
πνίγονται κυρίως σε στατικά δίχτυα που χρησιμοποιούνται ευρέως από την παράκτια
αλιεία. Στοιχεία έρευνας στην Ελλάδα αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι
ιδιαίτερα έντονο στα ανήλικα και άρα περισσότερο άπειρα άτομα. Υπεραλίευση και
παράνομη αλιεία έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση τα ιχθυαποθέματα ώστε οι
φώκιες να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν αρκετή τροφή από το φυσικό τους
στοιχείο.[8] Παράλληλα ραγδαία αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού
και η αστικοποίηση μαζί με την άνοδο του παραθαλάσσιου και θαλάσσιου τουρισμού
υποβάθμισαν τον βιότοπο της μεσογειακής φώκιας και την εκδίωξαν από τις ανοιχτές
παραλίες.
Σήμερα
έχει κηρυχθεί είδος κρισίμως κινδυνεύον με αφανισμό.
Ο συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται σε λιγότερα από 600 ζώα διεσπαρμένα σε
τέσσερις απομονωμένους θύλακες στα νησιά Μαδέρα (25-35 άτομα), στο Λευκό Ακρωτήριο
της Μαυριτανίας (130 άτομα) στον Ατλαντικό, στις Μεσογειακές ακτές Μαρόκου και Αλγερίας και στην Ανατολική Μεσόγειο (Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος). Μόνο δύο από τους θύλακες
μπορούν να θεωρηθούν βιώσιμοι: ο ένας στο Αιγαίο Πέλαγος που αριθμεί περίπου
300 φώκιες στην Ελλάδα (στις Β. Σποράδες, την Κίμωλο και την Κάρπαθο)και 100 στην Τουρκία. Ο άλλος στο Λευκό Ακρωτήριο, στην
Μαυριτανία με 130 φώκιες. Οι δύο αυτές θέσεις βρίσκονται στα δύο ακραία σημεία
της περιοχής εξάπλωσης της φώκιας και είναι αδύνατη η όποια επικοινωνία και
ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ τους και ο εμπλουτισμός του γενετικού τους
υλικού. Όλοι οι υπόλοιποι πληθυσμοί αριθμούν λιγότερα από 50 άτομα. Στις
περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για σκόρπιες ομάδες μέχρι 5 ατόμων.
Τέτοιοι
μικροί πληθυσμοί υπάρχουν στην Μαδέρα (περίπου 30 άτομα) και στα νησιά Ντεζέρτας στον
Ατλαντικό, στην Κιλικία, στο Ιόνιο Πέλαγος. Στη δυτική Μεσόγειο
υπάρχουν μόνο μικρές ομάδες στις αφρικανικές ακτές (Μαρόκο και Αλγερία) και πολύ σπάνιες θεάσεις στις Βαλεαρίδες Νήσους, στη Σαρδηνία
και στο Γιβραλτάρ.
Στο Λευκό Ακρωτήριο
(Ρας Νουαντίμπου) ζει η μεγαλύτερη ομάδα μεσογειακής φώκιας, και η
μοναδική που έχει ακόμη μορφή αποικίας. Το καλοκαίρι του 1997 τα δύο τρίτα του
πληθυσμού εξολοθρεύτηκαν μέσα σε δύο μήνες θέτοντας σε κίνδυνο τη δυνατότητα
επιβίωσης του είδους. Η αιτία που προκάλεσε τον μαζικό θάνατο των ζώων και
μείωσε τον πληθυσμό της αποικίας από 317 σε 130 άτομα φαίνεται είναι το
φαινόμενο της άνθισης φυτοπλαγκτού και
συγκεκριμένα η έκθεση των ζώων σε κάποια φυτοπλαγκτονική τοξίνη. Η αποικία
υπολογίζεται πως αριθμεί σήμερα περί τα 150 άτομα και παραμένει η μεγαλύτερη
ομάδα μεσογειακής φώκιας, όμως να τέτοιο φαινόμενο θα μπορούσε να αφανίσει όλον
τον εναπομείναντα πληθυσμό.
Διατήρηση και προστασία
Φώκια κοντά στη Σέριφο. Φωτογραφήθηκε το 2007
Σημαντικό
βήμα για την προστασία της μεσογειακής φώκιας και των βιοτόπων της αποτέλεσε η
ανακήρυξη της περιοχής των Βορείων Σποράδων σε προστατευόμενη και η ίδρυση του Εθνικου Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων (ΕΘΠΑΒΣ).
Καθοριστική υπήρξε η συμβολή της μη κερδοσκοπικής, μη κυβερνητικής οργάνωσης ΜOm /Εταιρία για τη Μελέτη και
Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας στην οργάνωση και λειτουργία
δραστηριοτήτων όπως η ενημέρωση του κοινού και η παρακολούθηση της κατάστασης
του πληθυσμού της Μεσογειακής φώκιας, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού, τουλάχιστον 55 διαφορετικά ενήλικα ζώα
έχουν αναγνωριστεί να συχνάζουν στην περιοχή του θαλάσσιου πάρκου, ενώ
υπολογίζεται γεννιούνται άλλα οχτώ τον χρόνο.
Μέρος της
δράσης της MOm είναι η ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των ντόπιων κατοίκων και
ψαράδων όπως και η διάσωση και περίθαλψη άρρωστων, τραυματισμένων και ορφανών
ζώων. Γι αυτόν τον λόγο δημιούργησε το Κέντρο Περίθαλψης Μεσογειακής Φώκιας
στην Αλόννησο, το οποίο είναι το μοναδικό στη
Μεσόγειο και λειτουργεί σε συνδυασμό με το δίκτυο διάσωσης και συλλογής
πληροφοριών της MOm. Εκεί φιλοξενούνται μόνο τα νεογέννητα, κατά κύριο
λόγο, ορφανά φωκάκια που χωρίστηκαν από τη μητέρα τους, συνήθως λόγω καιρικών
συνθηκών. Η περίθαλψη των μεγαλύτερων ζώων γίνεται επί τόπου. Το δε Δίκτυο
Διάσωσης και Συλλογής Πληροφοριών (RINT) βασίζεται σε μέλη από όλη την
Ελλάδα, κατά πλειοψηφία μη ειδικούς, που αποστέλλουν τακτικά πληροφορίες και
ενημέρωση από τις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές.
Η Ελλάδα
ετοιμάζεται να κηρύξει μια δεύτερη περιοχή στο Αιγαίο ως προστατευόμενο θαλάσσιο
πάρκο με έναν από τους κύριους στόχους της πράξης αυτής την «προστασία και
διατήρηση του σημαντικού πληθυσμού της απειλούμενης με εξαφάνιση Μεσογειακής
φώκιας Monachus monachus». Θα ονομάζεται Περιφερειακό Θαλάσσιο Πάρκο Βόρειας
Καρπάθου, νήσου Σαρίας και των Αστακιδονησίων (Π.Θ.Π.Β.Κ.Σ.Α) και θα
περιλαμβάνει τις ήδη υπάρχουσες Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) Καρπάθου-Σαρίας
και Αστακιδονησίων του Δικτύου Natura 2000.
Φώκια της αποικίας του Λευκού Ακρωτηρίου εν πλω
Το άλλο
θαλάσσιο πάρκο της χώρας είναι το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου
στο Ιόνιο Πέλαγος. Με βάση τα στοιχεία του WWF
που πραγματοποίησε συστηματική καταγραφή πληθυσμού της φώκιας το 1991,
βρίσκουνε καταφύγιο στην περιοχή 14-18 άτομα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο
γνωστό πληθυσμό στο Ιόνιο.
Μαζί με
τις δύο περιοχές στην Τουρκία, στη Φώκαια της Σμύρνης και στην Επαρχία της Μερσίνης,
είναι τα μοναδικά προστατευόμενα καταφύγια της φώκιας στη μεσόγειο. Η ΜΚΟ SAD-DAFAG
που δραστηριοποιείται στην περιοχή υπολογίζει τον αριθμό των ζώων σε περίπου
100.
Στον
Ατλαντικό υπάρχει η προστατευόμενη περιοχή στα νησιά Ντεζέρτας της Μαδέρας, όπου φαίνονται ενθαρρυντικά
σημάδια ανάκαμψης μετά από έντονες προσπάθειες προστασίας εκ μέρους της
πορτογαλικής διαχειριστικής αρχής, και ο αριθμός έχει ανέβει στις 25-35 φώκιες.
Νοτιότερα, στο Λευκό Ακρωτήρι το Μαροκινό Ναυτικό περιπολεί τη ζώνη όπου
απαγορεύεται η αλιεία με σκοπό να μειωθεί η βασική αιτία θανάτου της φώκιας, τα
δίχτυα των ψαράδων, και να διασωθεί η μεγαλύτερη ομάδα μεσογειακής φώκιας που
αριθμεί 130 άτομα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου